Σήμερα, η πλειοψηφία των δεδομένων που περιέχονται στα διάφορα έγγραφα παράγεται από τις υπάρχουσες εφαρμογές Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Τα έγγραφα αυτά - που το είδος τους ποικίλλει, από γενικές πληροφορίες, παραγγελίες αγορών και τιμολόγια έως καταλόγους προϊόντων και αναφορές πωλήσεων - εκτυπώνονται και φωτοτυπούνται πριν τελικά αποσταλούν, μέσω ταχυδρομείου ή fax. Στη συνέχεια, ο εμπορικός εταίρος και αποδέκτης, επαναπληκτρολογεί όλες αυτές τις πληροφορίες στον δικό του Η/Υ που εκτελεί μια άλλη εφαρμογή, για περαιτέρω επεξεργασία.
Αυτή είναι μια αργή, αναξιόπιστη αλλά και δαπανηρή διαδικασία. Mε δεδομένο δε ότι η ροή των πληροφοριών είναι εξ ίσου σημαντική με τη φυσική ροή των προϊόντων, καθίσταται πλέον ιδιαίτερα επιτακτική η ανάγκη μιας ταχύτερης, ακριβέστερης αλλά και οικονομικότερης λύσης όσον αφορά στην ανταλλαγή εμπορικών δεδομένων μεταξύ των οργανισμών.
Tη λύση αποτελεί η Ηλεκτρονική Ανταλλαγή Δεδομένων - EDI (Electronic Data Interchange). Ένας κοινά αποδεκτός και χρήσιμος ορισμός για το EDI είναι ο εξής: H ανταλλαγή δεδομένων - τα οποία είναι δομημένα βάσει προτύπων - μεταξύ συστημάτων πληροφορικής εμπορικών εταίρων, με ηλεκτρονικά μέσα και με την ελάχιστη ανθρώπινη παρέμβαση.
Oι οργανισμοί δεν χρειάζεται να ανησυχούν πλέον για τα διαφορετικά και μη συμβατά μεταξύ τους συστήματα Η/Υ. Με τη χρήση προτύπων μηνυμάτων EDI, (π.χ. EANCOM), τα δεδομένα μπορούν να αποστέλλονται γρήγορα, αποτελεσματικά και με ακρίβεια, ανεξάρτητα από τον εσωτερικό εξοπλισμό των χρηστών ως προς τα μηχανήματα και το λογισμικό.